- συνανακραθεῖσαν
- συνανακρᾱθεῖσαν , συνανακεράννυμαιto be mixed up withaor part pass fem acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανακεράννυμαι — ΜΑ, και συνανακίρναμαι και συνανακιρνῶμαι, άομαι, Α 1. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι με κάτι άλλο («κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῑσαν φιλοτησίαν», Λουκιαν.) 2. ενώνομαι με βαθύτερη εσωτερική ένωση («ἐπειδὴ συνανεκράθη θεῷ καὶ γέγονεν εἷς», Γρηγ.… … Dictionary of Greek